τριαγμός

τριαγμός
ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω]
νεοελλ.
αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα
μσν.-αρχ.
(κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται Τριαγμοί, καθὰ Δημήτριος ὁ Σκήψιος καὶ Ἀπολλωνίδης ὁ Νικαεύς. ἀναγράφουσι δὲ αὐτῷ τάδε: ἀρχή ἥδε μοι τοῦ λόγου, πάντα τρὶα καὶ πλέον οὐδέν οὐδὲ ἔλασσον
τούτων τῶν τριῶν ἑνὸς ἑκάστου ἀρετὴ τριάς, σύνεσις και κράτος καὶ τύχη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριαγμός — the triad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαγμοῖς — τριαγμός the triad masc dat pl τριαγμοί the triad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαγμοί — τριαγμός the triad masc nom/voc pl τριαγμοί the triad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαγμούς — τριαγμός the triad masc acc pl τριαγμοί the triad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαγμόν — τριαγμός the triad masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριασμός — ὁ, ΜΑ βλ. τριαγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”